απροξενος

απροξενος
    ἀπρόξενος
    ἀ-πρόξενος
    2
    не имеющий проксена (см. πρόξενος См. προξενος), т.е. беззащитный Aesch.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "απροξενος" в других словарях:

  • απρόξενος — ἀπρόξενος, ον (Α) ο χωρίς πρόξενο …   Dictionary of Greek

  • ἀπρόξενοι — ἀπρόξενος without masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξένος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821, κυριότεροι από τους οποίους ήταν οι εξής: 1. Εμμανουήλ. Λόγιος και αγωνιστής του ‘21 από την Πάτμο. Ανήκε στη μεγάλη οικογένεια των Ξ., από την οποία προερχόταν και ο μεγαλέμπορος της Οδησσού Βασίλειος, στο πλευρό του… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»